- Καλασιριείς
- Καλασιριεῑς, οἱ (Α)επαγγελματίες στρατιώτες τού αιγυπτιακού στρατού κατά τους περσικούς χρόνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάστρις. Την ονομασία αυτή πήραν οι πολεμιστές λόγω τού ενδύματός τους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.